τεκούσας

τεκούσας
τεκούσᾱς , τίκτω
bring into the world
aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
τεκούσᾱς , τίκτω
bring into the world
aor part act fem gen sg (doric)
τεκούσᾱς , τίκτω
bring into the world
fut part act fem acc pl (attic epic doric)
τεκούσᾱς , τίκτω
bring into the world
fut part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαιούμαι — μαιοῡμαι, όομαι (Α) [μαία] 1. (για μαία) βοηθώ επίτοκη γυναίκα να ξεγεννήσει («τάς τε τεκούσας ἐμαιοῡτο», Λουκιαν.) 2. (για επίτοκο) ελευθερώνομαι, γεννώ 3. (για τροφό) θηλάζω («μαζῷ μαιώσατο», Νόνν.) 4. μτφ. (για την Ηώ) γεννώ την ημέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”